ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ 1444/2020
Δημοσίευση ΧΡΙΔ 1/2021, 30
Τριμελές Εφετείο Αθηνών
Αριθμ. 1444/2020
Πρόεδρος: Αμ. Μηλιού (Πρόεδρος Εφετών)
Πρωτοδίκης: Μαλ. Κουλάκου (Εφέτης)
Δικηγόροι: Ευφ. Λουκοπούλου – Κ. Μπάγκου – Αν. Δροβάτζης Κουτσουλέλος
Ακύρωση της πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας λόγω ουσιώδους πλάνης περί το δίκαιο. Η πλάνη περί το δίκαιο μπορεί να έγκειται σε άγνοια του συστήματος κτήσης της κληρονομίας κατά τον ΑΚ ή σε άγνοια της ύπαρξης της τετράμηνης προθεσμίας αποποίησης και των έννομων συνεπειών της άπρακτης παρόδου αυτής. Η συνδρομή της ως άνω πλάνης εμποδίζει την έναρξη της προθεσμίας αποποίησης επειδή ματαιώνει τη γνώση της ίδιας της επαγωγής της κληρονομίας. Επί ανήλικων κληρονόμων η συνδρομή νομικής πλάνης και οι συνέπειές της κρίνονται από το πρόσωπο των νόμιμων αντιπροσώπων. Η προθεσμία απόσβεσης του δικαιώματος ακύρωσης της αποδοχής λόγω εξακολουθητικής πλάνης συμπληρώνεται έξι μήνες μετά την άρση της πλάνης. Παθητική νομιμοποίηση δανειστών κληρονομίας στην αγωγή ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής.
Διατάξεις: ΑΚ 140, 141, 157, 1847, 1850, 1857, 1901
[…Κατά τα άρθρα 1847 παρ. α΄ και 1850 εδ. β΄ ΑΚ, ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομιά μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών, που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της. Αν περάσει η προθεσμία, η κληρονομιά θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή. Επίσης, κατά το άρθρο 1857 εδ. β΄ περ. α΄ , γ΄ και δ΄ του ίδιου Κώδικα, η αποδοχή της κληρονομιάς που οφείλεται σε πλάνη κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες, η δε πλάνη σχετικά με το ενεργητικό ή το παθητικό της κληρονομιάς δεν θεωρείται ουσιώδης, ενώ οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και σε αποδοχή που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας για αποποίηση, κατά δε το άρθρο 1901 εδ. α΄ ΑΚ, ο κληρονόμος ευθύνεται και με τη δική του περιουσία για τα χρέη της κληρονομιάς. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 140 και 141 ΑΚ, αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωση του δεν συμφωνεί από ουσιώδη πλάνη με τη βούληση του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση, όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομιάς που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης, μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν με τον τρόπο αυτό η συναγόμενη κατά πλάσμα του νόμου αποδοχή δεν συμφωνεί με τη βούλησή του, από ουσιώδη πλάνη, δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της κατάστασης που διαμόρφωσε τη βούλησή του, όταν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομιάς, ώστε, αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθινή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό, δε θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποίησης. Η εσφαλμένη δε γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί τη μεταξύ βούλησης και δήλωσης διάσταση, η οποία, όταν είναι ουσιώδης, θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δήλωσης λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των προαναφερομένων νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομιάς. Υπάρχει δε πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομιάς και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται α) στο σύστημα της κτήσης της κληρονομιάς κατά τον ΑΚ, που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ, δεν αρχίζει, γιατί η άγνοια αποκλείει τη γνώση της επαγωγής της κληρονομιάς και β) σε άγνοια μόνο της ύπαρξης της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ, προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης (ΟλΑΠ 3/1989, ΑΠ 827/2017, ΑΠ 189/2017, ΑΠ 172/2016, ΑΠ 173/2014, ΑΠ 951/2013 ΑΠ 496/2013, ΑΠ 1087/2010 ΤΝΠ Νόμος). Τα γεγονότα δε αυτά, όταν πρόκειται για κληρονομιά που επάγεται σε ανήλικο, κρίνονται από το πρόσωπο που τον εκπροσωπεί και το οποίο έπρεπε να προβεί στην εμπρόθεσμη αποποίηση της κληρονομιάς για λογαριασμό του ανηλίκου, τηρώντας τις διατυπώσεις του άρθρου 1625 του ΑΚ, ενόψει του ότι, του νόμου μη διακρίνοντος (άρθρα 1847, 1850 ΑΚ), η προθεσμία της αποποίησης τρέχει και κατά προσώπων που είναι ανίκανα προς δικαιοπραξία (ΑΠ 173/2014, ΑΠ 333/2004 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 157 και 1857 παρ. 2 του ΑΚ, προκύπτει ότι η αγωγή για την ακύρωση της αποδοχής της κληρονομιάς, που οφείλεται σε εξακολουθητική πλάνη, παραγράφεται μετά εξάμηνο, το οποίο αρχίζει αφότου παρήλθε η κατάσταση αυτή, από την άρση δηλαδή της πλάνης, διακόπτεται δε η παραγραφή αυτή με την άσκηση της αγωγής, σύμφωνα με τον γενικό κανόνα του άρθρου 261 εδ. α΄ του ΑΚ (ΑΠ 173/2014 ό.π.). Τέλος η αγωγή προς ακύρωση της αποδοχής της κληρονομιάς είναι δυνατό να στραφεί και κατά του δανειστή της κληρονομιάς (ΑΠ 951/2013 ό.π.).
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που, με επίκληση προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 20.1.2013, απεβίωσε στο Χαϊδάρι Αττικής η Μ. συζ. Μ.Τ., το γένος Β.Α. Η αποβιώσασα ήταν αδελφή του Γ.Α., πατέρα του πρώτου ενάγοντος, της δεύτερης ενάγουσας και της ήδη ενηλικιωθείσας Ι.Α. Κατά το χρόνο θανάτου της, η αποβιώσασα δεν κατέλιπε διαθήκη και ως εκ τούτου επήλθε η εξ αδιαθέτου διαδοχή (άρθρα 1813 επ. ΑΚ), στην υπάρχουσα τον ίδιο χρόνο περιουσία της. Σύμφωνα με την πρώτη τάξη (άρθρο 1813 ΑΚ), πρώτοι κλήθηκαν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της ο σύζυγός της Μ.Τ. και η κόρη της Ε. θυγ. Μ.Τ., κατά ποσοστό 1/4 και 3/4 αντίστοιχα, οι οποίοι, όμως, γνωρίζοντας τα χρέη της θανούσας προς τρίτους, προέβησαν εμπρόθεσμα, ήτοι εντός του τετραμήνου από τη γνώση της επαγωγής, που εν προκειμένω συμπίπτει με το χρόνο του θανάτου αυτής, σε δήλωση αποποίησης της επαχθείσας σε αυτούς κληρονομιάς, όπως προκύπτει από τις με αριθμό […]/23.4.2013 και […]/23.4.2013 εκθέσεις καταχώρησης δήλωσης αποποίησης κληρονομιάς του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Ακολούθως, η ως άνω κόρη της θανούσας, ενημέρωσε το θείο της Γ.Α. (πατέρα των εναγόντων) καθώς και τη μητέρα αυτού Ε.Α. (μητέρα της αποβιώσασας), αλλά και την αδελφή της μητέρας της Α.Α., οι οποίοι καλούνται ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι στη δεύτερη τάξη (άρθρο 1814 ΑΚ), για τη γενόμενη ήδη αποποίηση από τους κληρονόμους της πρώτης τάξης, προκειμένου να προβούν και αυτοί για λογαριασμό τους σε δήλωση αποποίησης. Πράγματι, οι Γ.Α. και Ε.Α., προέβησαν, εμπρόθεσμα, ήτοι εντός του τετραμήνου από τη γνώση της επαγωγής σ’ αυτούς της ανωτέρω κληρονομιάς, δυνάμει των με αριθμό […]/9.8.2013 και […]/9.8.2013 εκθέσεων δηλώσεων αποποίησης. Την επαχθείσα κληρονομιά αποποιήθηκε επίσης και η αδελφή της θανούσας Α.Α., δυνάμει της με αρ. […]/21.5.2013 έκθεσης δήλωσης αποποίησης. Συνεπεία των ανωτέρω αποποιήσεων, υπεισήλθαν στην κληρονομιά οι ενάγοντες ως τέκνα του Γ.Α. (αδελφού της αποβιώσασας) και ως εγγονοί της γιαγιάς τους Ε.Α. (μητέρας της αποβιώσασας), όπως ορίζεται στο ίδιο άρθρο 1814 ΑΚ, αποκτώντας έτσι δυο κληρονομικές μερίδες, μια εκ 5/45 εξ αδιαιρέτου (διαδοχή κατά ρίζες και κατ’ ισομοιρία), που επήλθε από την αποποίηση του πατέρα τους, και μία εκ 3/45 εξ αδιαιρέτου λόγω της προσαύξησης κατ’ ισομοιρία από τη μερίδα της γιαγιάς τους. Το δε υπόλοιπο ποσοστό κληρονομιάς επήχθη στα πρώτα εξαδέλφια των εναγόντων, ήτοι στον τρίτο και τέταρτο των εναγομένων, ως τέκνα της Α.Α., αδελφής της αποβιώσασας, που επίσης αποποιήθηκε την κληρονομιά, ως προεκτέθηκε. Ο Γ.Α., πατέρας των εναγόντων, που είναι απόφοιτος δημοτικού σχολείου, δεν γνώριζε ούτε ενημερώθηκε από κάποιον ότι μετά τη δική του αποποίηση και της μητέρας του, θα καλούνταν στην κληρονομιά τα τρία τέκνα του – ενάγοντες, ούτε ότι προβλέπεται από το νόμο αποκλειστική τετράμηνη προθεσμία αποποίησης, εντός της οποίας θα έπρεπε τα δύο ενήλικα τέκνα του (α΄ και β΄ ενάγοντες αντίστοιχα) να αποποιηθούν, αυτά δε, κατά το χρόνο της επαγωγής, ήταν δεκαεννέα (19) και δεκαοκτώ (18) ετών αντίστοιχα, φοιτητές, και διέμεναν στο Ηράκλειο, μακριά από τους γονείς τους, αλλά και αυτός (τρίτος ενάγων) και η σύζυγός του, τέταρτη των εναγομένων, ως συνασκούντες τη γονική μέριμνα και επιμέλεια της, ανήλικης τότε, κόρης τους Ι., γεννηθείσας στις 9.9.1997, έπρεπε τηρουμένων των προϋποθέσεων του άρθρου 1625 ΑΚ, να αποποιηθούν για λογαριασμό της την επαχθείσα σ’ αυτήν κληρονομιά. Οι ως άνω γονείς των εναγόντων κατοικούν σε ορεινό χωριό της Κρήτης, ασχολούνται με αγροτικές εργασίες και δεν διέθεταν τις ειδικές γνώσεις, που αφορούν τις κληρονομικές διατάξεις του ΑΚ, αλλά ούτε γενικώς σχετική κοινωνική εμπειρία, η επαγγελματική τους δε ενασχόληση δεν απαιτούσε επαφή με νομικούς συμβούλους, ώστε να ενημερωθούν σχετικά. Αλλά ούτε και οι δύο πρώτοι των εναγόντων, λόγω του νεαρού της ηλικίας τους, είχαν γνώση των σχετικών νομικών διατάξεων, ούτε κοινωνική προς τούτο εμπειρία. Όπως δε προκύπτει από τη μαρτυρική κατάθεση της εξαδέλφης των εφεσίβλητων και των εκκαλούντων, κόρης της αποβιώσασας, η οποία κατέθεσε πρωτοδίκως υπέρ των ήδη εκκαλούντων-εναγομένων, η ίδια ενημέρωσε τα αδέλφια της μητέρας της και τη γιαγιά της, ώστε αυτοί να αποποιηθούν την κληρονομιά, συνέστησε δε προς τούτο στον τρίτο των εναγόντων θείο της, γνωστή της δικηγόρο την Α.Σ. του Γ., στην οποία ο Γ.Α. και η μητέρα του Ε.Α., απέστειλαν πληρεξούσιο, δυνάμει του οποίου αυτή προέβη για λογαριασμό τους σε δηλώσεις αποποίησης, όπως προκύπτει από τις ίδιες τις προαναφερόμενες δηλώσεις. Δεν τους ενημέρωσε όμως, ούτε αυτή ότι έπρεπε να ακολουθήσει και αποποίηση των ενηλίκων και ανηλίκου τέκνων του τρίτου ενάγοντος, διότι εάν υπήρχε σχετική ενημέρωση, θα είχαν όλοι αποποιηθεί εμπρόθεσμα. Το γεγονός της έλλειψης τέτοιας ενημέρωσης, από την Ε.Τ., για την αποποίηση και των εξαδέλφων της, επιρρωνύεται και από τη γενόμενη στις 21.5.2013 εμπρόθεσμη αποποίηση της μητέρας των εκκαλούντων-εναγομένων, ενώ οι αποποιήσεις των τελευταίων έγιναν στις 8.10.2013 και 23.10.2013, διότι η μητέρα τους δεν είχε ενημερωθεί ότι έπρεπε να αποποιηθούν και τα τέκνα της, όπως αναγράφεται στις προτάσεις, που αυτοί κατέθεσαν πρωτοδίκως. Από όλα τα παραπάνω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, είχαν άγνοια της επαγωγής σ’ αυτούς της κληρονομιάς και των ενεργειών στις οποίες έπρεπε να προβούν για την αποποίηση αυτής, έως το τέλος Μαΐου 2014, οπότε ενημερώθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους και ασκήθηκε η από 3.6.2014 αγωγή. Έως τότε, άφησαν από άγνοια και παρά τη θέληση τους, εξαιτίας της έλλειψης ενημέρωσης, να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποίησης της κληρονομιάς και έκτοτε θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ότι αποδέχτηκαν την κληρονομιά της θείας τους. Η ανωτέρω πλάνη των εναγόντων για την αποδοχή της επαχθείσας σ’ αυτούς κληρονομιάς και την έναρξη της προθεσμίας αποποίησης της, προκλήθηκε δικαιολογημένα από την έλλειψη ενημέρωσής τους, αφού οι ίδιοι δεν διέθεταν αντίστοιχες νομικές γνώσεις, περί της επαγωγής σ’ αυτούς της κληρονομιάς, Συνεπώς, η μη αποποίηση της ανωτέρω κληρονομιάς τόσο από τους δύο πρώτους ενάγοντες όσο και από τους νομίμους αντιπροσώπους – γονείς της τρίτης ενάγουσας μέσα στις νόμιμες προθεσμίες, οφείλεται στην άγνοια των συναφών διατάξεων του Αστικού Κώδικα περί την επαγωγή και κτήση της κληρονομιάς και των συνεπειών της παραμέλησης της προθεσμίας. Η πλάνη τους δε, σύμφωνα και με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, είναι πράγματι ουσιώδης, αφού εάν οι ενάγοντες γνώριζαν την αληθή κατάσταση, ήτοι ότι υπεισέρχονταν αυτοί στην κληρονομιά της αποβιωσάσης, δε θα άφηναν να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της αποποίησης. Περαιτέρω, σύμφωνα και με τη σχετική προεκτεθείσα νομική σκέψη, σύμφωνα με το άρθρο 1857 παρ. 2 ΑΚ, η αγωγή για την ακύρωση της αποδοχής της κληρονομιάς, που οφείλεται σε εξακολουθητική πλάνη, παραγράφεται μετά εξάμηνο, το οποίο αρχίζει αφότου παρήλθε η κατάσταση αυτή, από την άρση δηλαδή της πλάνης, διακόπτεται δε η παραγραφή αυτή με την άσκηση της αγωγής, σύμφωνα με το γενικό κανόνα του άρθρου 261 εδ. α΄ του ΑΚ. Στην κρινόμενη υπόθεση, η πλάνη των εναγόντων εξακολούθησε και μετά από την πλασματική αποδοχή και τέλος Μαΐου 2014 ενημερώθηκαν για την ύπαρξη της πλασματικής αποδοχής, οπότε και ασκήθηκε η από 3.6.2014 αγωγή τους, απευθυνόμενη κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του νπδδ με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ». Προγενέστερη γνώση αυτών δεν αποδείχθηκε. Ακολούθως, παραιτήθηκαν από το δικόγραφο εκείνης της αγωγής και άσκησαν την κρινόμενη αγωγή απευθυνόμενη κατά των ίδιων με την πρώτη αγωγή εναγομένων και προσέτι και κατά των Ι.Α. και Ε.Α., που επιδόθηκε στους ως άνω εναγομένους στις 21.10.2014, 5.11.2014, 22.10.2014 (βλ. τις με αρ. […]/21.10.2014, […]/5.11.2014 και […]/22.10.2014 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, Κ.Μ.). Η ως άνω επίδοση έγινε εντός του εξαμήνου από τη λήξη της πλάνης των εναγόντων, που αρχίζει τέλος Μαΐου 2014 και διέκοψε την παραγραφή, η οποία ακολούθως, έληγε στις 2.12.2014. Ακολούθως, στις 13.10.2014, οι ενάγοντες παραιτήθηκαν από την ως άνω αγωγή και άσκησαν την κρινόμενη, η οποία επιδόθηκε στους εναγόμενους στις προαναφερόμενες ημερομηνίες, ήτοι εντός εξαμήνου από την παραίτηση. Συνεπώς, ως προς το πρώτο εναγόμενο νπδδ, η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε εντός του εξαμήνου από τη διακοπείσα στις 3.6.2014 παραγραφή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 263 ΑΚ. Με την ένδικη αγωγή, που ασκήθηκε πριν τη λήξη, στο τέλος Νοεμβρίου 2014, του εξαμήνου από τη γνώση των εναγόντων, στο τέλος Μαΐου 2014, των ενεργειών αποποίησης, στις οποίες έπρεπε να προβούν, διακόπηκε το πρώτον η εξάμηνη παραγραφή του άρθρου 1857 ΑΚ, όσον αφορά στους τρίτο και τέταρτη των εναγομένων, οι οποίοι δεν ήταν διάδικοι στην πρώτη αγωγή. Συνεπώς, η ένδικη αξίωση των εναγόντων δεν έχει υποπέσει στην εν λόγω παραγραφή. Συνακόλουθα απορριπτέοι τυγχάνουν, οι περί παραγραφής ισχυρισμοί των εναγομένων, που προβλήθηκαν πρωτοδίκως και επαναφέρονται με τους σχετικούς λόγους των εφέσεών τους. Στο αυτό αποτέλεσμα καταλήγοντας και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, που δέχτηκε την αγωγή, με αιτιολογίες που εν μέρει συμπληρώνονται και εν μέρει αντικαθίστανται από αυτές της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις και εκτίμησε τις ενώπιόν του προσκομιζόμενες αποδείξεις και θα πρέπει να απορριφθούν οι τρίτος και τέταρτος λόγοι της έφεσης του νπδδ ΕΦΚΑ και οι λόγοι της έφεσης των Ι.Α. κ.λπ., ενιαίως κρινόμενοι ως συναφείς, ως ουσιαστικά αβάσιμοι, καθόσον πλήττουν την εκκαλούμενη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων σχετικά με την παραγραφή της αξίωσης προς ακύρωση της πλασματικής δήλωσης αποδοχής, και ως προς τη συνδρομή του στοιχείου της ουσιώδους πλάνης σε σχέση με την πλασματική αποδοχή κληρονομιάς εκ μέρους των πρώτου και δεύτερης των εναγόντων και των νομίμων αντιπροσώπων της τότε ανήλικης Ι.Α., ήδη ενήλικης τρίτης εφεσίβλητης. Σύμφωνα με τα παραπάνω, πρέπει να απορριφθούν οι εφέσεις ως ουσιαστικά αβάσιμες. Λόγω της απόρριψης της από 27.10.2017 έφεσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο, του κατατεθέντος για την άσκησή της παραβόλου με αριθμό […]/2017, ποσού 150 ευρώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (179, 183 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό…]
Παρατηρήσεις:
Η υπό σχολιασμό απόφαση του Εφετείου Αθηνών δικάζει επί αντίθετων εφέσεων κατά πρωτόδικης απόφασης εκδοθείσας κατόπιν αγωγής, με αντικείμενο την ακύρωση πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας εκ μέρους τριών φυσικών προσώπων, ανιψιών θανούσης. Οι εν λόγω ενάγοντες υπεισήλθαν στην κληρονομία ως κληρονόμοι β’ τάξης της θανούσης, μετά την αποποίηση των συγγενών της α’ τάξης (συζύγου και κόρης), και την επιγενόμενη αποποίηση των προηγούμενων στη σειρά διαδοχής συγγενών τους (γιαγιάς και πατέρα), κατά το σύστημα της διαδοχής γενεών. Όμως, δεν υπέβαλαν εμπροθέσμως δήλωση αποποίησης της επαχθείσας σε αυτούς κληρονομίας, με συνέπεια να καταστούν κληρονόμοι πλασματικώς. Έτσι, με την αγωγή τους, στρεφόμενης τόσο κατά δανειστών της κληρονομίας όσο και κατά άλλων (συγ)κληρονόμων, ζήτησαν την ακύρωση της πλασματικής κληρονομίας τους που συντελέστηκε άμα τη παρελεύσει της τετράμηνης προθεσμίας. Η αγωγή έγινε δεκτή, και την πρωτόδικη απόφαση επικύρωσε το Εφετείο με την υπό σχολιασμό απόφαση (έστω και με μερική αντικατάσταση αιτιολογιών).
Μορφή αποδοχής της κληρονομίας, πέρα από τη ρητή και τη σιωπηρή1, είναι αυτή η οποία κατά το γράμμα του άρθρου 1850 εδ. β’ ΑΚ συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης της κληρονομίας – η «πλασματική αποδοχή». Η ρύθμιση αυτή έχει γίνει αντικείμενο εκτεταμένης ανάλυσης ανωτέρω ως αναγκαίο συμπλήρωμα της αρχής της αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομίας, αφού καθιστά το σύστημα αυτό τέλειο, με την έννοια ότι η αδράνεια ή η σιωπή του κληρονόμου, αν και γενικά δεν μπορούν να αποκτήσουν δικαιοπρακτική σημασία, εντούτοις μετατρέπονται σε νομικά σημαντικές καταστάσεις δυνάμει του νόμου με τη μορφή των δικαιοπρακτικών παραλείψεων. Πρώτος ο Ιουστινιανός εξομοίωσε τη σιωπή με πλασματική δήλωση βούλησης, όπως είδαμε, σε περίπτωση παρέλευσης άπρακτης προθεσμίας την οποία παραχωρούσε ο αυτοκράτορας ή ο πραίτορας.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1850 εδ. β’ ΑΚ, αν παρέλθει η προθεσμία αποποίησης, η κληρονομία θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή. Η διάταξη αυτή εισάγει έναν τρίτο λόγο αποδοχής της κληρονομίας, ο οποίος δεν στηρίζεται στη βούληση του κληρονόμου, αλλά στο νόμο. Πρόκειται για ένα νομικό πλάσμα2, κατά το οποίο μια παράλειψη αποκτά δικαιοπρακτική σημασία, και εξομοιώνεται με δήλωση βούλησης ορισμένου περιεχομένου3. Στην πλασματική αποδοχή της κληρονομίας δεν υφίσταται δήλωση βούλησης. Υπάρχει μόνο παράλειψη του κληρονόμου να δηλώσει τη βούλησή του περί αποποίησης της κληρονομίας εντός της προβλεπόμενης από το νόμο προθεσμίας, η οποία παράλειψη εξομοιώνεται από το νόμο με δήλωση βούλησης περί αποδοχής της κληρονομίας4. Για αυτό και επιφέρει την έννομη συνέπειά της, δηλαδή την οριστική απόσβεση του δικαιώματος αποποίησης και την αποδοχή της κληρονομίας ανεξαρτήτως δικαιοπρακτικής ικανότητας του κληρονόμου5. Σημασία έχει το γεγονός και μόνο της παρέλευσης της προθεσμίας αποποίησης, η οποία τρέχει και κατά ανικάνων, με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα εκκινήσει στο πρόσωπο του κληρονόμου η προθεσμία αποποίησης.
Η πρόβλεψη του νόμου περί κτήσης της κληρονομίας πλασματικώς, όταν ο κληρονόμος δεν υποβάλει δήλωση αποποίησης αυτής εντός της νόμιμης προθεσμίας, που ξεκινά από της γνώσης της επαγωγής – δηλαδή του θανάτου του κληρονομούμενου – και του λόγου της, δηλαδή του συγκεκριμένου πραγματικού δυνάμει του οποίου τελείται, έχει έντονες δικαιοηθικές αρχές6. Εξασφαλίζει την ασφάλεια δικαίου και οδηγεί στην τελειοποίηση του συστήματος διαδοχής στην περιουσία ενός προσώπου. Η τελειότητα στο αυτοδίκαιο της κτήσης της κληρονομίας που επιτυγχάνεται μέσω της πρόβλεψης πλασματικής αποδοχής στο πλαίσιο του ελληνικού δικαίου, αλλά και της καθιέρωσης των πλασμάτων που να ρυθμίζουν την αναδρομική κτήση της κληρονομίας, έτσι ώστε να θεωρείται συντελεσθείσα η κτήση της κληρονομίας πάντοτε ήδη τη στιγμή του θανάτου του κληρονομούμενου, μετά την αποποίηση του προηγουμένως καλούμενου, φανερώνει το προβάδισμα που δίδει ο νομοθέτης στην αρχή της ασφάλειας δικαίου. Σε αντίθεση με το προϊσχύσαν δίκαιο και την αναγκαιότητας της δήλωσης υπεισέλευσης εκ μέρους όλων των κληρονόμων πλην των ανηλίκων τέκνων, η ρύθμιση της επαγωγής και της κτήσεως της κληρονομίας στο δίκαιο του ΑΚ προδίδει ότι η αρχή της συνέχειας των συναλλαγών χωρίς αμφισβήτηση ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου διαπνέει το δίκαιο της κτήσης της κληρονομίας. Η αρχή αυτή εξυπηρετεί την ψυχολογία των συναλλαγών, σε τελική ανάλυση, και έχει έντονα δικαιοκρατικά και δικαιοηθικά στοιχεία. Αυτή η αρχή εξειδικεύεται σε δύο επιμέρους αρχές με έντονα συνταγματική διάσταση στο πλαίσιο της αρχής του κράτους δικαίου, που φανερώνουν με τη σειρά τους την έντονη δικαιοηθική διάσταση της αρχής της αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομίας ήδη κατά τη στιγμή του θανάτου του κληρονομούμενου: την αρχή της ταχείας και την αρχή της σταθερής ένταξης των κληρονομιαίων αντικειμένων στην περιουσία των κληρονόμων, τις οποίες αναφέρει πολύ χαρακτηριστικά ο Καραμπατζός7.
Η αρχή της ταχείας ένταξης αποσκοπεί στην κατά το δυνατόν γρηγορότερη σύνδεση των κληρονομιαίων με ένα νέο υποκείμενο δικαίου ως φορέα τους. Βασική έκφανση αυτής της αρχής είναι αυτοδίκαιη κτήση της κληρονομίας με το θάνατο του κληρονομουμένου που ορίζεται ως χρόνος της επαγωγής της κληρονομίας, άνευ οποιαδήποτε ανάγκης για ενέργεια του κληρονόμου, ακόμα και ενάντια στη θέλησή του, και φυσικά με την πρόβλεψη της σύντομης προθεσμίας αποποίησης, μετά την πάροδο της οποίας επέρχεται η πλασματική αποδοχή της κληρονομίας (1847, 1850 εδ. β΄ ΑΚ)8. Αυτή η έκφανση προστατεύει ιδίως τους τρίτους συναλλασσόμενους με την κληρονομία. Στον αντίποδα, ένα σύστημα «διαχειριστή» της περιουσίας, όπως στο αγγλοσαξονικό, προσφέρει μεν βεβαιότητα ως προς το καθεστώς της κληρονομίας ανά πάσα στιγμή μετά το θάνατο του κληρονομούμενου, ωστόσο συνεπάγεται μεγάλη καθυστέρηση ως προς την οριστική πρόσκτηση της περιουσίας και ως εκ τούτου αποβαίνει σε βάρος των ιδίων των δικαιούχων. Και όχι μόνο λόγω της αύξησης του κόστους, αλλά λόγω και της βραδείας ένταξης των δικαιωμάτων στην περιουσία τους, κάτι που βαίνει σε βάρος των συναλλαγών. Το δε τετράμηνο της προθεσμίας αποποίησης συνιστά απαραίτητη δικλίδα στον υπαρκτό κίνδυνο επιβάρυνσης κάποιου με μια ανεπιθύμητη περιουσία, ακόμα και αν, καθ’ υπέρβαση συνταγματικής φύσης ενδοιασμών, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, ενδέχεται να τον επιφορτίσει με τη διαχείριση μιας νέας περιουσίας, αλλά και να διακινδυνεύσει και τα ήδη κτηθέντα δικαιώματά του, λόγω της έκθεσης της δικής του περιουσίας σε τρίτους και τα καταδιωκτικά τους μέτρα (με την επιφύλαξη της αποδοχής του με το ευεργέτημα της απογραφής, που σε κάθε περίπτωση τον επιβαρύνει να απογράψει την περιουσία που του περιήλθε). Η αδράνειά του όμως να ενεργήσει εντός του τετραμήνου δικαιολογεί την κύρωση της πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας. Σε κάθε περίπτωση όμως, η κατάσταση αυτή είναι εξαιρετική, αφού κατά το συνήθως συμβαίνον «οι κληρονομίες γίνονται αποδεκτές».
Η αρχή της σταθερής εντάξεως, από την άλλη πλευρά, αποβλέπει στην ένταξη των κληρονομιαίων κατά τρόπο «ανεπίδικο» στην περιουσία του κληρονόμου9. Εκφάνσεις της αρχής αυτής είναι το αμετάκλητο της αποδοχής ή της αποποιήσεως (1857 § 1 ΑΚ), η απαγόρευση αποδοχής ή αποποίησης υπό αίρεση ή προθεσμία (1851 εδ. β΄ ΑΚ), η απαγόρευση ακύρωσης της αποδοχής ή της αποποιήσεως λόγω πλάνης σχετικά με το ενεργητικό ή το παθητικό της κληρονομίας (1857 § 3 ΑΚ), η σύντομη προθεσμία ακύρωσης της αποδοχής ή της αποποιήσεως, εξάμηνη (1857 § 2 ΑΚ) έναντι διετούς για τις άλλες δικαιοπραξίες10, αλλά και η εφαρμογή των διατάξεων περί αναβλητικής αίρεσης στις κληροδοσίες, ιδίως αυτές που καθιστούν άκυρη τη διάθεση του αντικειμένου ηρτημένης της αιρέσεως (άρθρο 206 ΑΚ). Αυτή η «ανεπίδικη» ένταξη των δικαιωμάτων στην περιουσία ενός προσώπου, μακριά από δικαστικές διαμάχες που θα συνεπαγόταν ο διορισμός ενός ενδιάμεσου, όπως στα αγγλοσαξονικά συστήματα, και ήδη πριν την ανάγκη της ρητής δήλωσης υπεισέλευσης, της aditio του προϊσχύσαντος β.ρ.δ., καθίσταται εν τέλει υπέρ του κληρονόμου του θανόντος αλλά και των δανειστών του θανόντος, οι οποίοι θα γνωρίζουν τον κληρονόμο οριστικά και πέρα πάσης αμφιβολίας ήδη από τη στιγμή του θανάτου του κληρονομούμενου11.
Ωστόσο, όταν η πλασματική αποδοχή της κληρονομίας γίνεται λόγω άγνοιας του διατάξεων του νόμου, συνεπεία των οποίων διαμορφώνεται μια «πλασματική βούληση του κληρονόμου» να αποδεχθεί την κληρονομία, αλλά υφίσταται διάσταση μεταξύ της βούλησης και της (δικαιοπρακτικώς εξομοιουμένενης με δήλωση) παράλειψης του κληρονόμου να προβεί σε αποποίηση, τότε τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 1857 παρ. 4 ΑΚ. Πρόκειται για μια περίπτωση πλάνης στην αποδοχή της κληρονομίας που εμφανίζεται στην, χωρίς γνώση του καθεστώτος του νόμου περί πλασματικής κτήσης της κληρονομίας, παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας προς αποποίηση της κληρονομίας που κατά το νόμο ισοδυναμεί με αποδοχή της κληρονομίας πλασματικώς12. Η πλάνη αυτή μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση την αποδοχή, ακόμη και αν δεν υπάρχει καμία βούληση του κληρονόμου για την αποδοχή ή αποποίηση της κληρονομίας, αφού η σιωπή του εξομοιώνεται από το νομοθέτη κατά πλάσμα δικαίου με αποδοχή της κληρονομίας. Κατά το νόμο, (1857 παρ. 4 ΑΚ), οι διατάξεις περί πλάνης εφαρμόζονται και στην περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας αποποίησης13.
Αντίρρηση θα μπορούσε να λεχθεί ως προς τη δυνατότητα ακύρωσης μιας πλασματικής δήλωσης βούλησης στη βάση της οποίας δεν υπάρχει καμία δήλωση βούλησης του προσώπου14. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι απαιτείται η έκφραση ενός minimum δήλωσης και βούλησης του καλούμενου ως κληρονόμου να αποποιηθεί την κληρονομία πλην όμως, για οποιοδήποτε λόγο, εν τέλει η αποποίηση δεν συντελέστηκε εγκύρως. Η θέση αυτή ωστόσο δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Ο ίδιος ο νόμος ανάγει σε νομικά σημαντικό λόγο για την ακύρωση της αποδοχής μόνο το γεγονός της παρέλευσης της προθεσμίας αποποίησης, όταν η επερχόμενη εκ του νόμου έννομη συνέπεια περί πλασματικής αποδοχής δεν συμβαδίζει με τη βούληση του κληρονόμου, ο οποίος αν ήξερε την προθεσμία αποποίησης, θα είχε αποποιηθεί την κληρονομία. Άλλωστε, η σχετική ρύθμιση περί ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής συνιστά δικλίδα που κάμπτει τον αυστηρό χαρακτήρα του δικαίου της αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομίας και εν τέλει είναι σύμφωνη με την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας που επιτάσσει κανείς να μη γίνεται φορέας αλλότριων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων χωρίς τη βούλησή του. Είναι ευνόητο, από την άλλη, ότι αν ο κληρονόμος γνώριζε τη συνέπεια της παρέλευσης άπρακτης της προθεσμίας αποποίησης και εντούτοις την άφησε άπρακτη, δεν μπορεί να θεμελιωθεί δικαίωμα ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής με κανένα τρόπο.
Έτσι, η άγνοια της νομικής ρύθμισης περί της παρέλευσης της προθεσμίας ως κατά πλάσμα αποδοχής της κληρονομίας και επομένως η εξομοιούμενη με δήλωση βούλησης πλασματική αποδοχή της κληρονομίας εκ μέρους του κληρονόμου, όταν δεν συμπίπτει με τη βούλησή του, μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της αποδοχής15. Μάλιστα, η πλάνη αυτή είναι ουσιώδης, αφού αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας, δηλαδή τη σημασία της σιωπής του ως πλασματικής αποδοχής, ώστε αν ο κληρονόμος γνωρίζει την αληθινή κατάσταση, ως προς το σημείο αυτό, δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποίησης16. Η εσφαλμένη δε γνώση ή άγνοια που δημιουργεί τη μεταξύ της βουλήσεως και πλασματικής δηλώσεως διάσταση, η οποία όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δηλώσεως λόγω πλάνης, μπορεί ακόμα να οφείλεται σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομίας17. Η πλάνη λοιπόν περί το δίκαιο αρκεί για να θεμελιώσει λόγο ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας και να ανατρέψει την οριστική γενόμενη κτήση της κληρονομίας από τον κληρονόμο18. Υπάρχει δε πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομίας και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται α) στο σύστημα της κτήσεως της κληρονομίας κατά τον ΑΚ που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομούμενου και β) σε άγνοια μόνο της υπάρξεως της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης19. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι «πλάνη περί το δίκαιο – ιδίως της αποδοχής της κληρονομίας» συγχωρείται εξαιρετικώς20.
Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει το θέμα της «παραγραφής» του δικαιώματος ακύρωσης. Από τις διατάξεις των άρθρων 157 και 1857 παρ. 2 ΑΚ προκύπτει ότι το διαπλαστικό δικαίωμα για την ακύρωση της αποποίηση της κληρονομίας που οφείλεται σε εξακολουθητική πλάνη αποσβήνεται μετά εξάμηνο, το οποίο αρχίζει αφότου παρήλθε η κατάσταση αυτή, από την άρση δηλαδή της πλάνης, και κατά μέγιστο μέχρι την παρέλευση 20ετίας από την αποποίηση. H αποσβεστική αυτή προθεσμία διακόπτεται με την άσκηση αγωγής ακύρωσης, κατά άρθρον 261 εδ. α΄ ΑΚ.
Συνεπώς, εφ’ όσον αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες της υπό κρίση περίπτωσης δεν γνώριζαν τις διατάξεις του νόμου, με συνέπεια να υφίσταται μη σύμπτωση της πλασματικής δήλωσης με την εικαζόμενη βούλησή τους, ορθώς κατέληξε το Εφετείο στην δικανική του κρίση, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση.
Και κάτι εν είδει επιλόγου. Το Δικαστήριο συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων, λόγω του δυσχερούς των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν, διότι αντιλαμβάνεται ότι ο μέσος κοινωνός δεν είναι εξοικειωμένος με τις εν λόγω διατάξεις. Συναφώς, η επισκόπηση της νομολογίας των δικαστηρίων αποκαλύπτει ότι υπάρχουν πλείστες αποφάσεις περί ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής κληρονομιών, λόγω της άγνοιας του ισχύοντος δικαίου.ΧΟΛ Αναρωτιέται λοιπόν κανείς αν το τόσο ευρέως φαινόμενο πλασματικών αποδοχών διαφόρων κληρονομιών και της συνακόλουθης επιβάρυνσης των πινακίων των δικαστηρίων με δίκες σχετικά με την ακύρωση αυτών δικαιολογεί μια επέμβαση της πολιτείας και εκπαίδευση των κοινωνών του δικαίου στο σύστημα της κτήσης της κληρονομίας. Πράγματι, θα ήταν ορθότερο από την άποψη της προληπτικής νομικής να γνωρίζει ο εκάστοτε κοινωνός ότι ναι μεν δεν πρέπει να πράξει τίποτα για να αποκτήσει μια κληρονομία, όμως οφείλει να προβεί σε κάποια ενέργεια, αν θέλει να μην εμπλακεί σε αυτή, από το να υποχρεώνεται από τις περιστάσεις να προβεί σε δικαστικές ενέργειες για την απαλλαγή του από κάποια «κατάχρεη» κληρονομία.
Ευάγγελος Ι. Μαργαρίτης
Δικηγόρος, Post – Doc Νομικής Αθηνών